Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
Full diacritics: ἑρμᾰτικός | Medium diacritics: ἑρματικός | Low diacritics: ερματικός | Capitals: ΕΡΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: hermatikós | Transliteration B: hermatikos | Transliteration C: ermatikos | Beta Code: e(rmatiko/s |
ή, όν, on a firm base, κράββατος PGen.68.10 (iv A. D.).
ἑρματικός, -ή, -ό (Α) έρμα
αυτός που στέκεται σε στερεή βάση, στερεός, βέβαιος, ασφαλής.