ἔγκρυπτος
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
= ἐγκρυφίας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρυπτος: -ον, κεκρυμμένος, ἔγκρυπτος δικαιοσύνη Θεοδώρητ. 2) αὐσιαστ., «πέμματος εἶδος» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
cocido entre cenizas, ἄρτος glos. a ἐσχαρίτης Hsch.
•subst. ὁ ἐ. un tipo de torta Hsch.