γιγγίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, kind of
A turnip, French carrot, Alex.Trall.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγίς: -ίδος, ἡ, φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν γογγυλῶν, δαυκίον, Ἀλεξ. Τραλλ. 8. σ. 140.
ίδος, ἡ, kind of
A turnip, French carrot, Alex.Trall.1.15.
γιγγίς: -ίδος, ἡ, φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν γογγυλῶν, δαυκίον, Ἀλεξ. Τραλλ. 8. σ. 140.