γιγγλυμοειδής
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ές,
A like a hinge, τοῦ βραχίονος τὸ γ. Hp.Fract.2, Gal.2.735. Adv. -δῶς Gal.18(1).513.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς γίγγλυμον, Ἱππ. Ἀγμ. 751. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην.