ἱππόφλομος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ, giant φλόμος, i.e. belladonna, Atropa belladonna, Plin.HN25.148.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόφλομος: ὁ, εἶδος μεγάλου φλόμου (verbascum), Πλίν. 25. 94.
Greek Monolingual
ἱππόφλομος, ὁ (Α)
το φυτό άτροπος η δελεαστική, είδος μεγάλου φλόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + φλόμος «το φυτό βερμπάσκον»].