ὀρόφινος

From LSJ
Revision as of 17:51, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρόφῐνος Medium diacritics: ὀρόφινος Low diacritics: ορόφινος Capitals: ΟΡΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: oróphinos Transliteration B: orophinos Transliteration C: orofinos Beta Code: o)ro/finos

English (LSJ)

η, ον, A roofed with reeds, Aen.Tact.32.8; cf. ὀρ<ο>φίνη· καλάμη μελίνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 386] mit Rohr bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόφῐνος: -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32. {{grml |mltxt=ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [[όροφος / οροφή
1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη
καλάμη μελίνης». }}