ὀψίβλαστος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον, = ὀψιβλαστής (late sprouting, late shooting), Thphr. HP 3.4.2 ; Comp. ὀψιβλαστότερος Id. CP 1.10.7.
Greek Monolingual
ὀψίβλαστος, -ον (Α)
ο οψιβλαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -βλαστός (πρβλ. βλαστάνω)].