ὑπεικαθεῖν

From LSJ
Revision as of 11:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεικᾰθεῖν Medium diacritics: ὑπεικαθεῖν Low diacritics: υπεικαθείν Capitals: ΥΠΕΙΚΑΘΕΙΝ
Transliteration A: hypeikatheîn Transliteration B: hypeikathein Transliteration C: ypeikathein Beta Code: u(peikaqei=n

English (LSJ)

aor. 2 of ὑπείκω, ὑπεικάθοιμι S.El.361, Pl.Ap.32a; 3pl. ὑπείκαθον A.R.4.339; 3sg. ὑποείκαθε Orph.A.706; pres. part. ὑπεικαθέων (as if from *ὑπεικᾰθέω) Opp.H.5.500.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεικᾰθεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ ὑπεικέω, εὐκτ. ὑπεικάθοιμ, Σοφ. Ἠλ. 361, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· Ἐπικ. προστακτ. ὑποείκαθε, Ὀρφ. Ἀργ. 709· μετοχ. ὑπεικαθέων Ὀρφ. Ὕμν. 5. 500· - περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ ἐν λέξ. σχέθω.

Greek Monotonic

ὑπεικᾰθεῖν: αόρ. βʹ του ὑπείκω, ευκτ. ὑπεικάθοιμι, σε Σοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

[aor2 of ὑπείκω opt. ὑπεικάθοιμι
Soph., Plat.