ὑποστάτρια
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ἡ, A an under-handmaid of a temple, IG5(1).248 (Amyclae).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστάτρια: ἡ, δευτερεύουσα νεωκόρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1467.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. υποστάτης.