κοπροθήκη
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἡ, = κοπροθέσιον (place where dung is put), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροθήκη: ἡ, = προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
κοπροθήκη, ἡ (Α)
κοπροθέσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θήκη (< θήκη), πρβλ. πιατο-θήκη, τσιγαρο-θήκη.