λευκόχρωμος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
λευκόχρωμον, = λευκοχρώματος (white-skinned, colourless), κάμηλος PGrenf. 2.74.7 (iv AD).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.