σιδηρεόεις
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
σιδηρεόεσσα, σιδηρεόεν, = σιδήρεος (made of iron, made of steel), βρόχοι Epic.Alex.Adesp. 9 ix 12.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) βλ. σιδηρούς.