λαοτόμος

Revision as of 14:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον,

A stone-cutting, ὄργανα Men.Prot. ap. Suid.s.v. σπαλίων. II = λατόμος, Man.6.416, Epigr.Gr.1021 (Antinoe), AJA7.47 (Corinth), POxy.134.16 (vi A. D.); λ. πέτρης Man.4.325.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοτόμος: -ον, κόπτων λίθους, ἐπὶ ἐργαλείου, ὄργανα λαοτόμα Μενανδ. Βυζ. σ. 443 (ἔκδ. Bonn.). II. = λατύπος, Παῦλ. Σιλ Ἄμβων 116, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1021.

Greek Monolingual

λαοτόμος, -ον (Α)
1. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες
2. λατόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας, γεν. λᾶος + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος, λιθο-τόμος.