ἡμίκραιρα
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
ἡ, half the head or half the face, Ar. Th. 227, Amips. 7, Crobyl. 6 ; ἡμίκραιραν χορδῆς IG2². 1356. = ἡμικρανία (pain on one side of the head, pain on one side of the face, migraine, hemicrania, hemicranium), Gal. 12.591, al.
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, der Halbkopf, die eine Seite des Kopfes; Ar. Th. 234; Amips. u. Crobyl. Ath. IX, 368 e 384 d; nach Schol. Il. 18, 3 attische Form.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίκραιρα: ἡ половина головы или лица: τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων Arph. с одной (лишь) выбритой половиной лица.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκραιρα: ἡ, τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἢ τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 227, Ἀμειψ. Κονν. 3, Κρωβυλ. Ψευδ. 3· πρβλ. ἡμικεφάλαιον. 2) = τῷ ἑπομ., Ἀέτ. παρὰ Φωτ. σ. 178 Bekk.
Greek Monolingual
ἡμίκραιρα, ἡ (Α)
1. το μισό του κεφαλιού ή του προσώπου
2. ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].