μορίες
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Full diacritics: μορίες | Medium diacritics: μορίες | Low diacritics: μορίες | Capitals: ΜΟΡΙΕΣ |
Transliteration A: moríes | Transliteration B: mories | Transliteration C: mories | Beta Code: mori/es |
μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῖται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.