παρστήετον
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
Epic 2 dual subj. aor.2 of παρίστημι, Od. 18.183.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel sbj. ao.2 poét. de παρίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
παρστήετον: Ἐπικ. β΄ δυϊκὸν ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ παρίστημι, Ὀδ. Σ. 183.
English (Autenrieth)
see παρίστημι.
Greek Monotonic
παρστήετον: Επικ. αντί παραστῆτον, βʹ δυϊκ. υποτ. αορ. βʹ του παρίστημι.
Russian (Dvoretsky)
παρστήετον: эп. 3 л. dual. aor. 2 conjct. к παρίστημι.