κορδίνημα
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.
Greek (Liddell-Scott)
κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κορδίνημα, τὸ (Α)
βλ. σκορδίνημα.