ἐπαρωγός
English (LSJ)
ὁ, A helper, aider, Od.11.498, E.Hec.164 (lyr.), etc.: also fem., A.R.4.196: neut., τὸ ζωᾶς ἐπαρωγόν AP6.219.21 (Antip., v.l. τὸν).
German (Pape)
[Seite 906] ὁ, Helfer, Beistand, Od. 11, 498; Eur. Hec. 165 u. sp. D., wie bei Luc. Alex. 40; ἀέθλων Ap. Rh. 1, 32; – neutr. τὸ ζωᾶς ἐπαρωγόν Antip. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰρωγός: ὁ, βοηθός, ἐπίκουρος, Ὀδ. Λ. 498, Εὐρ. Ἑκ. 165, κτλ.: ὡσαύτως θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 196: οὐδ., τὸ ζωᾶς ἐπαρωγὸν Ἀνθ. Π. 6. 219, 21.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui vient au secours de, qui protège.
Étymologie: ἐπαρήγω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπαρωγός, -όν (Α)
βοηθός, επίκουρος («οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ' αὐγάς ήελίοιο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγός «βοηθός»].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρωγός: II ὁ помощник, защитник Hom., Luc.
ἐπᾰρωγός: оказывающий помощь, защищающий (δαίμων Eur.; ὅπλον Anth.).