ἐπαρωγός

Revision as of 17:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, A helper, aider, Od.11.498, E.Hec.164 (lyr.), etc.: also fem., A.R.4.196: neut., τὸ ζωᾶς ἐπαρωγόν AP6.219.21 (Antip., v.l. τὸν).

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, Helfer, Beistand, Od. 11, 498; Eur. Hec. 165 u. sp. D., wie bei Luc. Alex. 40; ἀέθλων Ap. Rh. 1, 32; – neutr. τὸ ζωᾶς ἐπαρωγόν Antip. 27 (VI, 219).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρωγός: ὁ, βοηθός, ἐπίκουρος, Ὀδ. Λ. 498, Εὐρ. Ἑκ. 165, κτλ.: ὡσαύτως θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 196: οὐδ., τὸ ζωᾶς ἐπαρωγὸν Ἀνθ. Π. 6. 219, 21.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui vient au secours de, qui protège.
Étymologie: ἐπαρήγω.

English (Autenrieth)

(ἀρήγω): helper, Od. 11.498†.

Greek Monolingual

ἐπαρωγός, -όν (Α)
βοηθός, επίκουρος («οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ' αὐγάς ήελίοιο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγός «βοηθός»].

Greek Monotonic

ἐπᾰρωγός: ὁ, βοηθός, αρωγός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρωγός: II ὁ помощник, защитник Hom., Luc.
ἐπᾰρωγός: оказывающий помощь, защищающий (δαίμων Eur.; ὅπλον Anth.).

Middle Liddell

ἐπ-ᾰρωγός, ὁ,
a helper, aider, Od., Eur.