καρδιουργέω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
= καρδιουλκέω, Id. s.v. καρδιοῦσθαι.
German (Pape)
[Seite 1326] = καρδιουλκέω, Hesych.