λιμνομάχης

Revision as of 13:59, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A candidate for the prize at the Lenaea, v. λίμνη 11.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 48] bei den Spielen in den λίμναι (s. nom. pr.) Kämpfender, Hesych.

Greek Monolingual

λιμνομάχης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο υποψήφιος κατά τους αγώνες που γίνονταν στο Λήναιον, δίπλα στην Ακρόπολη τών Αθηνών, στην περιοχή Λίμναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχης, μονο-μάχης].