Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ου (τό) :
v. χίδρυ.
χίδαλον: «τὸ παιδίον» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>
τὸ αἰδοῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].