καταχρυσώ

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) κατάχρυσος
καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῦν τες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) εκθειάζω, επαινώ («κατεχρύσου πᾱς ἀνὴρ Εὐριπίδην», Αριστοφ.)
3. παθ. καταχρυσοῦμαι, -όομαι
δοξάζομαι.