έμπας
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α)
επίρρ.
1. εν τούτοις, μ' όλα ταύτα («Ζεύς δ' ἔμπης πάντ' ἰθύνει»)
2. μολονότι, αν και («νῦν δ' ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν»)
3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης», Ιλ.
«ἔμπας τις αὐτήν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν», Αισχ.).