έμπας
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α)
επίρρ.
1. εν τούτοις, μ' όλα ταύτα («Ζεύς δ' ἔμπης πάντ' ἰθύνει»)
2. μολονότι, αν και («νῦν δ' ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν»)
3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης», Ιλ.
«ἔμπας τις αὐτήν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν», Αισχ.).