καταδεικνύω
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι)
1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και το κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.)
2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω
μσν.
κατασκευάζω
αρχ.
1. εφευρίσκω και διδάσκω («ταύτῃ τῇ ἕξει καταδεῖξαι ἰατρικήν», Πλάτ.)
2. δείχνω τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι («οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῑς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ τομία ἐξορκίζεσθαι», Αισχίν.).