επιτιμητής
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).