περίμετρο

From LSJ
Revision as of 16:08, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

το / περίμετρον, ΝΑ
νεοελλ.
συσκευή η οποία αποτελείται κατά βάση από ένα τόξο κύκλου ακτίνας 30 εκατοστομέτρων κινούμενο περί τον άξονά του και που χρησιμεύει για μέτρηση του οπτικού πεδίου
αρχ.
η περίμετρος («σταδίων γοῦν ἦν αὓτη ἑξήκοντα τὸ περίμετρον» — και είχε λοιπόν αυτή περίμετρο εξήντα σταδίων, Αριστοτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perimetre (< περι- + μέτρο)].