περίμετρο
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
Greek Monolingual
το / περίμετρον, ΝΑ
νεοελλ.
συσκευή η οποία αποτελείται κατά βάση από ένα τόξο κύκλου ακτίνας 30 εκατοστομέτρων κινούμενο περί τον άξονά του και που χρησιμεύει για μέτρηση του οπτικού πεδίου
αρχ.
η περίμετρος («σταδίων γοῦν ἦν αὓτη ἑξήκοντα τὸ περίμετρον» — και είχε λοιπόν αυτή περίμετρο εξήντα σταδίων, Αριστοτ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perimetre (< περι- + μέτρο)].