κεφαλαῖος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
German (Pape)
[Seite 1427] den Kopf bildend, zum Kopfe gehörig; ῥῆμα, ein Haupt-, Kapital-, Kernwort, wie ein sopsgroßer Stein, Ar. Ran. 854; der superl. κεφαλαιότατον ist B. A. 104, 6 aus Plat. Gorg. angeführt.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
capital, principal.
Étymologie: κεφαλή.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κεφαλαῖος, -αία, -ον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαῖος: 3, v. l. κεφάλαιος 2 главный, основной: κεφαλαῖον ῥῆμα Arph. решительное слово.