μελισσαίος
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
μελισσαῖος, -α, -ον (Α) μέλισσα
1. αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος οὐλαμός», Νίκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελισσαῖον
μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο.