ακμαίος

From LSJ
Revision as of 18:57, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκμαῖος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας
νεοελλ.
1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει
2. (για καρπούς) ο ώριμος
αρχ.
αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκμὴ (ἀκμα-ιος > ἀκμαῖος).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακμαιότητα].