ευθηνώ

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

εὐθηνῶ, -έω (Α)
ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ
β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].