κολοσσιαίος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].