ἐξηθέω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
filter out, purify, in Pass., Arist.Pr.967a15, Thphr.CP6.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηθέω: διηθῶ, διυλίζω, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 13, 1: - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 38. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἐξηθέω: процеживать, pass. проходить насквозь, просачиваться наружу (τὸ θερμὸν ἐξηθεῖται μετὰ τοῦ ἱδρῶτος Arst.).