ὀαρισμός

Revision as of 13:30, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ὁ,=foreg., in plural, Hes.Op.789; A εὐναῖοι ὀ. Call. Fr.118: in sg., Q.S.7.316.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, φιλικὴ συνομιλία, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.

Greek Monolingual

ὀαρισμός, ὁ (Α) οαρίζω
οάρισμα («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, = ὄαρος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀᾰρισμός: ὁ беседа, речь Hes.

Middle Liddell

ὀᾰρισμός, οῦ, ὁ, = ὄαρος, Hes.]