γυναικήιος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, Ion. for γυναικεῖος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικήιος: -η, -ον, ἱων. ἀντὶ γυναικεῖος, Ἡρόδ.
Full diacritics: γῠναικήιος | Medium diacritics: γυναικήιος | Low diacritics: γυναικήιος | Capitals: ΓΥΝΑΙΚΗΙΟΣ |
Transliteration A: gynaikḗios | Transliteration B: gynaikēios | Transliteration C: gynaikiios | Beta Code: gunaikh/ios |
η, ον, Ion. for γυναικεῖος (q. v.).
γῠναικήιος: -η, -ον, ἱων. ἀντὶ γυναικεῖος, Ἡρόδ.