τερσανόεσσα
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
epithet of ἀσπίς, Il.3.334 as read by Zenod. ap. Sch. A (τερμιόεσσαν corr. Robert).
Greek Monolingual
ἡ, Α
(πιθ. αν.) χαρακτηρισμός ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε τερμιόεσσα (βλ. λ. τερμιόεις)].