indifference
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English > Greek (Woodhouse)
substantive
ἀδιαφορία, ἡ, τὸ ἀδιαφορητικόν.
utter indifference to: ἐξαδιαφόρησις, ἡ.
negligence: ἀμέλεια, ἡ, ἀμελία, ἡ.
heedlessness: P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ, P. ἀμέλεια, ἡ, ῥᾳστώνη, ἡ, V. ἀμελία, ἡ, ἀκήδεια, ἡ.
calmness: Ar. and P. ἡσυχία, ἡ.
treat with indifference, v.: P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι, V. δι' οὐδένος ποιεῖσθαι, φαύλως φέρω, φαύλως φέρειν; see disregard.