βαλάνιον
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
τό, A decoction of acorns, used as a restorative after drunkenness, Nicoch.15. 2 = βάλανος 11.6, Hp. Mul.1.92, Ruf. ap. Orib.8.39, Dsc.4.176.
Spanish (DGE)
(βᾰλάνιον) -ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 infusión de bellotas usada como remedio para la resaca εἰς αὔριον δ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον, ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην Nicoch.18.
2 pequeño supositorio ἐλλεβόρου μέλανος τριώβολον τρίψας λεῖα ἐν οἴνῳ μέλανι βαλάνια ποιέειν Hp.Mul.1.78, cf. Steril.221, Ruf. en Orib.8.39.4, Dsc.4.176
•torunda para introducir en el oído, Gal.12.656.
German (Pape)
[Seite 428] τό, Eicheltrank, ἑψήσομεν Nicochar. bei Ath. I, 34 e; bei den Aerzten, Pille, eigtl. dim. von βάλανος; Seifenzäpfchen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλάνιον: τό, ἀφέψημα ἐκ βαλανιδίων χορηγούμενον εἰς τὸν μεθύοντα πρὸς ἀνάνηψιν, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) = βάλανος ΙΙ. 4, Ἱππ. 627. 31., 679, 35, κτλ.