ἀμεύσιμος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ον, (ἀμεύομαι) passable, A.R.4.297.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.
Spanish (DGE)
(ἀμεύσῐμος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
transitable ὅπῃ καὶ ἀμεύσιμον ἦεν por donde era posible el paso A.R.4.297, cf. Et.Gen.633.
Greek Monolingual
ἀμεύσιμος, -ον (Α) ἀμεύομαι
πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός.