ἀμμία
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, mother or nurse, Herod.1.7, EM84.26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμία: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμμα, «μητεροῦλα» - ἀμμία Γυλλὶς Ἡρώνδου Μιμίαμβοι 1, 7. - «ἀμμία, μήτηρ, τροφός», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀμμίη Herod.1.7
aya, nodriza Herod.l.c., Hsch., EM 1090.
Greek Monolingual
ἀμμία, η (Α)
νταντά, μητερούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἀμμά].