ἁμαξηλάτης

Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, wagoner, Ostr.Strassb.671 (iiA.D.): written ἁμαξ-ολάτης ib.738.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἁμαξελάτης OStras.674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.); ἁμαξολάτης OStras.738 (II d.C.)
carretero, PCair.Zen.176.281, 352 (III a.C.), OStras.671 (II a.C.), 674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.), 738 (II a.C.), OBrüss.70.6 (II a.C.), PMerton 3.128.3 (III a.C.), PLips.97.6.11 (IV a.C.), Eust.1777.9.

Greek Monolingual

και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης)
αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-λάτης) του ΄β συνθετικού].