αμαξελάτης
From LSJ
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
ἁμαξελάτης, ο (Μ)
βλ. αμαξηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, μτγν. τ. όπου δεν ίσχυσε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το αρχαίο σύνθετο (ἁμαξ)ηλάτης με -η-].