ἁμαξηλάτης
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἁμαξηλάτου, ὁ, wagoner, Ostr.Strassb.671 (iiA.D.): written ἁμαξ-ολάτης ib.738.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἁμαξελάτης OStras.674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.); ἁμαξολάτης OStras.738 (II d.C.)
carretero, PCair.Zen.176.281, 352 (III a.C.), OStras.671 (II a.C.), 674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.), 738 (II a.C.), OBrüss.70.6 (II a.C.), PMerton 3.128.3 (III a.C.), PLips.97.6.11 (IV a.C.), Eust.1777.9.
Greek Monolingual
και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης)
αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-λάτης) του ΄β συνθετικού].