Revision as of 06:50, 13 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
ἡμικλήριον, τὸ (Α) 1. το μισό μέρος της κληρονομιάς κάποιου 2. το μισό του κλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- +κλήρ-ιον (< θ. κληρ- του κλήρος+ υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].