ηφαιστειογενής

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από έκρηξη ηφαιστείου («ηφαιστειογενής νήσος»)
2. αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή ενέργεια («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + -γενής < γένος (πρβλ. ευγενής, σεισμογενής). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].