ημιστάτηρον
From LSJ
Greek Monolingual
ἡμιστάτηρον, τὸ (Α)
μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατονστάτηρον, πεντηκονταστάτηρον].
ἡμιστάτηρον, τὸ (Α)
μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατονστάτηρον, πεντηκονταστάτηρον].