ημιστάτηρον
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
ἡμιστάτηρον, τὸ (Α)
μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατονστάτηρον, πεντηκονταστάτηρον].