θαλλινώδης
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek Monolingual
θαλλινώδης, -ῶδες (Α)
(για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. -ώδης, πρβλ. ευώδης, τρομώδης].