θαλασσινός
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ θαλασσινός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός
ο ναυτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θαλασσινά
τα διάφορα οστρακόδερμα της θάλασσας.
επίρρ...
θαλασσινά (Μ θαλασσινά)
1. από τη μεριά της θάλασσας
2. κοντά στη θάλασσα
νεοελλ.
διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ινός (πρβλ. εσπερινός, θερινός)].