θυελλοφορούμαι
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
θυελλοφοροῦμαι, -έομαι (Α)
φέρομαι από τη θύελλα, παρασύρομαι από θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. θεοφορούμαι, πνευματοφορούμαι].